Αντωνία Δούσμανη το γένος Τζελαλή (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα)

Το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 αποτέλεσε την αρχή και την βάση για τον πρώτο διωγμό εις βάρος των μειονοτήτων που ζούσαν στην Μικρά Ασία. Με το σύνθημα ισότητα, ισονομία, ισοπολιτεία για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως θρησκείας γεννήθηκε η ελπίδα στην ψυχή των Ελλήνων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ότι κάποια στιγμή όλοι θα είναι ίσοι. Ήταν όμως αυτοί που ξεσήκωσαν τον εθνικισμό των Τούρκων με σκοπό εκδιώξουν από την Οθωμανική αυτοκρατορία όλους τους Έλληνες και τους Αρμένιους τους οποίους φθονούσαν λόγω της ευμάρειας που τους χαρακτήριζε!
Επίσκεψη στα προσφυγικά των Μυσιρίων. Συνεχίζοντας το ταξίδι μας πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στον μεγάλο Διωγμό του 1922, συναντήσαμε την κυρία Αντωνία, κόρη Μικρασιατών, η οποία θυμήθηκε και μοιράστηκε μαζί μας όσα της έλεγαν οι Μικρασιάτες γονείς της.

Αντωνία Δούσμανη το γένος Τζελαλή

“Ονομάζομαι Αντωνία Δούσμανη. Γεννήθηκα το 1941 σε μία σπηλιά, πάνω στο Γιαννούδι του Ρεθύμνου γιατί τότε οι Γερμανοί είχαν πρωτοέρθει στην Κρήτη και κρυβόμασταν. Και οι δύο γονείς μου ήρθαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, ο πατέρας μου λεγόταν Γιάννης Τζελαλής και η μάνα μου λεγόταν Μαρία Σουσάρη ήταν δηλαδή Σουσαροπούλα! Και οι δύο ήρθαν από τα Καράμπουρνα. Οι Καραμπουριανοί ήταν άνθρωποι γλεντζέδες εξωστρεφείς, άνθρωποι της κουβέντας του χορού και του τραγουδιού. Στη Μικρά Ασία που ζούσαν στα Καράμπουρνα είχαν καλές σχέσεις με τους απλούς Τούρκους ήταν γείτονες και δεν είχαν προβλήματα μεταξύ τους! Ωστόσο υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπου οι Τούρκοι έβλεπαν με ζήλια τους Έλληνες γιατί οι Έλληνες στη Μικρά Ασία πλούτιζαν, είχαν περιουσίες, χωράφια ή ασχολούνταν με το εμπόριο. Οι παππούδες μου ασχολούνταν με την γεωργία. Ειχαν ελιές και αμπέλια. Οι γιαγιάδες μου ήταν νοικοκυρές και καλό νοικοκυρές. Αφού, όταν ήρθαν εδώ μετά τον μεγάλο διωγμό, όλοι είχαν να λένε για την νοικοκυροσύνη όλων των γυναικών που ήταν από την πατρίδα.
Η μανία των Τούρκων ανάγκασε τις οικογένειες του πατέρα μου και της μάνας μου να φύγουν γρήγορα από τα Καράμπουρνα για να σωθούν. Μπήκαν σε βάρκες και σε καΐκια για να σωθούν, αφού πέρασαν στα ελληνικά νησιά. Ο πατέρας μου όμως κατά τον διωγμό χάθηκε με τα αδέρφια του. Άλλοι πήγαν στη Βέροια, άλλοι στην Αθήνα και άλλοι ήρθαν στο Ρέθυμνο. Βρέθηκαν βέβαια μετά από χρόνια.
Όταν ήρθαν στο Ρέθυμνο τα πράγματα ήταν χειρότερα από ό,τι περίμεναν. Στην αρχή έμεναν σε παραπήγματα μέχρι να τους δώσει το κράτος σπίτι ενός ή δύο δωματίων. Οι ντόπιοι όμως δεν μας ήθελαν, μας θεωρούσαν Τούρκους, ούτε στο σχολείο ήθελαν τα παιδιά, “προσφυγόπουλα” μας φώναζαν. Τα πρώτα χρόνια μας έκανε μάθημα μια θεία μου από την Μικρά Ασία που ήξερε γράμματα, η θεία μου η Χρυσώ που ήταν Σκαρβελοπούλα, (Σκαρβέλη το πατρικό της) και είχε παντρευτεί τον αδερφό του πατέρα μου.

Με τον γιο της Ιωάννη Δούσμανη

Λίγα χρόνια μετά την άφιξη μας το κράτος έδωσε περιουσίες στους πρόσφυγες. Οι περισσότεροι στα Μυσίρια πήραν την άμμο δίπλα στη θάλασσα και την έκαναν όμως καλή περιουσία. Άλλοι πήραν στο Γιαννούδι, όμως τις χήρες και τα ορφανά οι πρόσφυγες τα ήθελαν κοντά τους για να τις προσέχουν.
Αυτό που θυμάμαι πολύ και από την μάνα μου και από την γιαγιά μου αλλά και από όλες τις Μικρασιάτισσες ήταν η νοικοκυροσύνη τους. Οι πρόσφυγες φέραν εδώ τον ασβέστη και έβαφαν τα σπίτια τους. Οι ντόπιοι δεν γνώριζαν από τέτοια. Θυμάμαι να μου λέει η μάνα μου πως κάθε πρωί ασβέστωναν το τζάκι και το βράδυ το άναβαν.
Αν πεις για τα φαγητά μας, τι να πρωτοθυμηθώ, τα λεδερά μας, τα γεμιστά μας, τα γλυκά μας. Η μάνα μου έφτιαχνε πίτες με τυρί, τα κατημέρια και κάθε Πρωτοχρονιά το κεσκέσι. Το κεσκέσι ήταν χοιρινό στην κατσαρόλα με στάρι και άσπρη σάλτσα που το φτιάχναμε μόνο την Πρωτοχρονιά. Από γλυκά θυμούμαι τα μπουρέκια, τους τσεβρεμέδες, τα καρυδένια, τους λουκουμάδες που όλα αυτά τα έφτιαχναν με όρεξη και αγάπη.
Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή ο παππούς μου πήγε στην πατρίδα, έψαξε και είδε το σπίτι που μεγάλωσε μα το βρήκε μισογκρεμισμένο. Το γνώρισε όμως γιατί εκεί βρισκόταν στη μάντρα του τοίχου ακόμη η δεσά που έδεναν το άλογο.

Απάντηση