Γιάννης Περήφανος (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτης)

Οι εθνικές βλέψεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας φάνηκε ότι γίνονταν πραγματικότητα. Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919. Σύντομα η ελληνική παρουσία επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές, γύρω από την κατεχόμενη ζώνη. Τον Ιούλιο του 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, που μεταξύ άλλων όριζε ότι η περιοχή της Σμύρνης θα βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση και κατοχή για πέντε χρόνια. Ύστερα από την περίοδο αυτή θα μπορούσαν οι κάτοικοι με δημοψήφισμα να αποφασίσουν την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. 

Το οδοιπορικό μας  για τον μεγάλο διωγμό συνεχίζεται. Επόμενη στάση μας το χωριό Μαρούλας. Το χωριό αυτό κατοικούνταν στη πλειοψηφία του από Τούρκους οι οποίοι έφυγαν και αυτοί με την ανταλλαγή του 1922. Ετσι, μετά την άφιξη των προσφύγων ο Μαρουλάς εποικίστηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στην Κρήτη μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή , προκειμένου να γεμίσουν τα κενά που άφησαν οι Τούρκοι.

Ένα ζευγάρι που μετρούν 60 χρόνια κοινής πορείας με πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα μας άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους. Είναι και οι δύο γνήσιοι Μικρασιάτες και από τους δυο τους γονείς με καταγωγή από της Φώκιες! Πρόκειται για τον κύριο Γιάννη Περήφανο και την σύζυγο του Μαρία.

Γιάννης Περήφανος (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτης)

Ο κύριος Γιάννης αφηγείται: “Οι γονείς μου γεννήθηκαν και οι δύο στις Φώκιες της Μικράς Ασίας. Ήρθαν μετά το διωγμό του 1922 στο Ρέθυμνο και εγκαταστάθηκαν στο Μαρούλα. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Βασίλη Περήφανο και τη μάνα μου Παναγιώτα Σαμιώτη.

Από τη μεριά του πατέρα μου ο παππούς μου ήταν τσιφλικάς και είχε μεγάλη περιουσία στις Φώκιες. Ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο παππούς μου έβαλε τη γιαγιά μου, η οποία ήταν έγκυος στο έκτο και τελευταίο παιδί τους, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά σε ένα καΐκι για να σωθούν από τη μανία των Τούρκων. Αυτός έμεινε πίσω για να προστατέψει την περιουσία τους από τους Τούρκους. Τελευταία φορά που τον είδαν ήταν τότε στην παραλία όταν τους χαιρετούσε από την αμμουδιά ενώ αυτοί έφευγαν από την πατρίδα. Από τότε δεν τον ξαναείδαν. Έχασαν τα ίχνη του και δεν έμαθαν ποτέ τι απέγινε.

Όσο ζούσαν στη Μικρά Ασία είχαν ευτυχισμένη ζωή και συνυπήρχαν καλά με τους Τούρκους συγχωριανούς τους. Μετά όμως από τον πρώτο διωγμό το 1914 η οικογένειά του πήγε στη Μυτιλήνη. Όταν επέστρεψαν ξανά οι Τούρκοι είχαν αλλάξει συμπεριφορά και τους έβλεπαν τώρα με μίσος και με μισό μάτι. Έτσι τα πράγματα δυσκόλευαν στην καθημερινή τους ζωή αφού πλέον δεν είχαν εμπιστοσύνη στους Τούρκους συγχωριανούς τους επειδή εκείνοι τους ζήλευαν και τους θεωρούσαν υπεύθυνους για ό,τι κακό του συνέβαινε.

–με την σύζυγό του Μαρία–

Το 1922 στον μεγάλο διωγμό κατάφεραν και σώθηκαν όλοι, εκτός από τον παππού μου ο οποίος  είτε σκοτώθηκε είτε τον πήραν αιχμάλωτο στα τάγματα εργασίας.

Από την πλευρά της μητέρας μου η οικογένεια της σώθηκε αφού την τελευταία στιγμή κατάφεραν και μπήκαν σε ένα καΐκι και πέρασαν απέναντι στη Μυτιλήνη και ύστερα από εκεί με το βαπόρι ήρθαν στο Ρέθυμνο και εγκαταστάθηκαν και αυτοί στο Μαρούλα.

Όταν έφτασαν στο Μαρούλα κατοικούνταν μόνο τρία σπίτια. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και οι περισσότεροι ζούσαν από το μάζεμα των χαρουπιών.

Οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν χαλικούτηδες και δεν καταδέχονταν Κρητικοί και Κρητικοπούλες να παντρευτούν κάποιο χαλικούτη.

Με το πέρασμα των χρόνων όμως έπαψε να υπάρχει διχόνοια και έτσι οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες άρχισαν να ζουν αρμονικά.

Κάθε οικογένεια ζούσε μόνο σε δύο δωμάτια. Στο σπίτι που ζω τώρα εγώ ζούσαν τέσσερις οικογένειες δύο στον πάνω όροφο και δύο στο κάτω. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια σε σύγκριση με τη ζωή που είχαν στη Μικρά Ασία.

Όταν έφτασαν στην Κρήτη τους έδωσαν περιουσία η οποία όμως δεν ήταν ανάλογη με αυτή που είχαν στη Μικρά Ασία. Σιγά σιγά όμως μπόρεσαν και απέκτησαν μία φυσιολογική ζωή έχοντας πάντα όμως στο μυαλό τους τις χαμένες πατρίδες.”

Δίπλα του η σύζυγος του Μαρία Περήφανου , το γένος Τεριακή. Γόνος και εκείνη Μικρασιατών συμπληρώνει την αφήγηση με την δική της ιστορία.

Μαρία Περήφανου το γένος Τεριακή (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα)

“Οι γονείς μου ήταν και οι δύο Μικρασιάτες και γεννήθηκαν στις Φώκιες της Μικράς Ασίας. Στον μεγάλο διωγμό που έγινε ήρθαν μικρά παιδιά στην Ελλάδα. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Πέτρο Τεριακή και τη μάνα μου Θοδώρα Σαμιόγλου.

Η ζωή τους στις Φώκιες ήταν όμορφη και ζούσαν καλά με τους Τούρκους συγχωριανούς τους. Από το 1914 όμως που ξεκίνησε ο πρώτος διωγμός οι Τούρκοι άρχισαν να αλλάζουν συμπεριφορά απέναντι στους Έλληνες. Έτσι τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους τους Έλληνες Φωκιανούς.

Η μάνα μου, όταν έγινε ο διωγμός ήταν μόλις 9 χρόνων. Κατά τη διάρκεια του διωγμού ο πατέρας της χάθηκε στα τάγματα εργασίας και έτσι οι Τούρκοι έπιασαν τη μάνα μου τη γιαγιά μου και την αδερφή της μάνας μου αιχμάλωτες.

Τις πήραν λοιπόν και τις οδηγούσαν για την αιχμαλωσία. Κάποια στιγμή επειδή η γιαγιά μου είχε ένα πρόβλημα με το πόδι της σταμάτησαν να ξεκουραστούν.

Η γιαγιά μου έγειρε και κοιμήθηκε στην ποδιά της μάνας μου. Μετά από λίγο ήρθε ένας Τούρκος και της φώναζε να σηκωθεί “σήκω γκιαούρ” της έλεγε. Εκείνη δεν είχε δυνάμεις και ο Τούρκος την έσφαξε στην ποδιά της μάνας μου που ήταν 9 χρονών παιδί.

Η μάνα μου έκανε δύο χρόνια στην αιχμαλωσία και μετά ήρθε στην Αθήνα και την πήγαν σε ένα πλούσιο σπίτι υπηρέτρια. Από εκεί όμως μετά την βρήκε ένας συγγενής της, την πήρε και την έφερε στην Κρήτη.

Η μάνα μου μεγάλωσε μόνη της χωρίς πατέρα και μάνα κοντά στους συγγενείς της. Από εκεί την είδε ο πατέρας μου, την παντρεύτηκε και έμειναν στο Μαρούλα.

Τα πρώτα χρόνια οι κρητικοί δεν τους συμπαθούσαν και τους έβλεπαν με κακό μάτι διότι θεωρούσαν ότι ήρθαν εδώ στην Κρήτη και τους πήραν τις περιουσίες τους. Με το πέρασμα των χρόνων όμως έπαψαν οι διχόνοιες και άρχισαν να συνυπάρχουν αρμονικά. Άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται και μεικτοί γάμοι και έτσι όλο το χωριό πλέον ζούσε με ομόνοια.

Όσα χρόνια όμως κι αν πέρασαν τόσο η μάνα μου με τον πατέρα μου όσο και τα πεθερικά μου αναπωλούσαν πάντα τις χαμένες πατρίδες, τις περιουσίες τους, την όμορφη και ξέγνοιαστη ζωή που είχαν εκεί όπως και τη ποιότητα ζωής τους που άλλαξε ξαφνικά, αφού από πλούσιοι νοικοκύρηδες και τσιφλικάδες έγιναν εδώ μεροκαματιάρηδες και προσπαθούσαν να δουλέψουν απλά για να ζήσουν. Είχαν όμως μέσα τους το μικρόβιο της αισιοδοξίας και έτσι δεν έχασαν ποτέ την ελπίδα ότι θα ζήσουν και εδώ καλά και θα καζαντήσουν όπως έλεγαν οι Μικρασιάτες.

Όπως και έγινε, ζήσαμε όμορφη ζωή και με τους γονείς μας και μετέπειτα αφού παντρεύτηκαμε με τον Γιάννη.

Μεγάλωσαμε τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και τα δισέγγονά μας με τα ήθη και τα έθιμα της Μικράς Ασίας, όπως τα λάβαμε από τους γονείς μας και τους παππούδες μας.

Εύχομαι παιδί μου κανένας άνθρωπος στον κόσμο να μην νιώσει την πίκρα και τον πόνο του ξεριζωμού όπως τον ένιωσαν οι γονείς μας και όλοι οι Μικρασιάτες”

Απάντηση