Δήμητρα Βασιλάκη το γένος Νταούτη (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα)

Οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Ανάμεσά τους υπήρχαν διαφορές κοινωνικής προέλευσης, πολιτιστικής παράδοσης, διαλέκτου, ακόμα και γλώσσας (περίπου 100.000 πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι). Όσοι εύποροι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ή της Ανατολικής Θράκης κατόρθωσαν να φέρουν στην Ελλάδα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους, σχεδόν αμέσως ενσωματώθηκαν στο νέο τόπο εγκατάστασής τους και αναμείχθηκαν με τους γηγενείς. Για τη μεγάλη όμως μάζα των προσφύγων, παρά την ταχεία αποκατάστασή τους, η αφομοίωση ήταν μία διαδικασία που κινήθηκε με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, ψυχικά τραυματισμένοι και με το άγχος πρώτα της επιβίωσης και αργότερα της βελτίωσης της ζωής τους, εξέφραζαν συχνά παράπονα για την αντιμετώπιση του κράτους, αλλά και των γηγενών κατοίκων του. Κατηγορούσαν το ελληνικό κράτος ότι με την υπογραφή της Σύμβασης ανταλλαγής της Λωζάνης παραβιάζονταν βασικά δικαιώματά τους• ότι αποζημιώθηκαν μόνο κατά ένα μέρος για την περιουσία που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους• ότι, τέλος, η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε σε αυτούς.

Συνεχίζοντας την έρευνα μας η οποία βασίζεται στην προφορική αφήγηση μέσα από συνεντεύξεις δεύτερης γενιάς Μικρασιατών, αυτή τη φορά βρεθήκαμε στο χωριό Γαρίπα του νομού Ηρακλείου στο οποίο εγκαταστάθηκαν αρκετοί πρόσφυγες προκειμένου να επικοίσουν τα σπίτια τα οποία είχαν αφήσει πίσω τους οι Τούρκοι, μετά την ανταλλαγή της σύμβασης της Λωζάνης, και να αξιοποιήσουν τα χωράφια τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια βρίσκοταν στα χέρια των Τούρκων. Μέσα από την γλαφυρή και παραστατική αφήγηση της κυρίας Δήμητρας Βασιλάκη το γένος Νταούτη (δεύτερης γενιάς μικρασιάτισσα) έρχονται στο φώς πληροφορίες για την ζωή και την εγκατάσταση των προσφύγων στη νέα τους πατρίδα μετά τον μεγάλο διωγμό που υπέστησαν από την μανία και τον φθόνο των Τούρκων

“Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν παντρεμένοι στη Μικρά Ασία πριν από τη μεγάλη καταστροφή. Είχαν και τρία παιδιά. Η καταγωγή τους ήταν από τα Αλάτσατα! Ο πατέρας μου λεγόταν Γεωργάκης Νταούτης και η μάνα μου Κωστούλα Μαγνήσαλη. 

Δήμητρα Βασιλάκη το γένος Νταούτη

Όταν ξεκίνησε ο μεγάλος διωγμός ο πατέρας μου επειδή τον κυνηγούσαν οι Τσέτες είχε πάει να κρυφτεί πάνω στα βουνά. Η μάνα μου βλέποντας ότι η καταστροφή πλησιάζει και το δικό τους χωριό, έκλεισε το σπίτι, το κλείδωσε (γιατί νόμιζε ότι θα ξαναγυρίσουν και ήθελε να το προστατεύσει) και πήρε τα τρία της παιδιά για να βρει μέσο διαφυγής. Έφτασε μετά από πολύωρο περπάτημα στις ακτές και από εκεί πέρα μπήκε μέσα σε ένα πλοιάριο με τα τρία της παιδιά και ένα μπόγο στην πλάτη. Ο φόβος είχε κυριαρχήσει την ψυχή της γιατί από την μια δεν ήξερε που θα πάει και που θα καταλήξει και από την άλλη φοβόταν για την τύχη του πατέρα μου. Για καλή τους τύχη όμως στο ίδιο πλοίο είχε μπει και ο πατέρας μου, ο οποίος προηγουμένως είχε πάει στο χωριό και είδε ότι το σπίτι ήταν κλειστό, οπότε σκέφτηκε ότι η μάνα μου με τα παιδιά θα είχαν φύγει για να γλιτώσουν από το σπαθί του Τούρκου.

Η πρώτη τους στάση ήταν η Χίος όπου εκεί έμειναν περίπου δύο χρόνια. Σε αυτά τα δύο χρόνια η μάνα μου γέννησε άλλα δύο παιδιά αλλά της πέθαναν και τα δύο από την πείνα και τη φτώχεια. Εγώ γεννήθηκα αρκετά χρόνια μετά. Εκεί στη Χίο συνάντησαν έναν γνωστό από τα δικά τους μέρη και τους είπε να πάνε στην Κρήτη, όπου από εκεί είχαν φύγει πολλοί Τούρκοι και θα υπήρχε χώρος να εγκατασταθούν.

Ο τελικός τους προορισμός λοιπόν ήταν η Κρήτη και πιο συγκεκριμένα το Ηράκλειο. Στην πόλη του Ηρακλείου έμειναν για αρκετές μέρες σε ένα σχολείο, ύστερα όμως έμαθαν ότι σε ένα χωριό το οποίο λεγόταν Γαρίπα είχαν φύγει οι Τούρκοι και είχαν αφήσει πίσω τους αρκετή περιουσία. Το χωριό Γαρίπα, λοιπόν, έγινε για τους δικούς μου ο νέος τόπος εγκατάστασης τους, το νέο τους χωριό, ο τόπος όπου θα έστηναν τώρα τα καινούργια τους όνειρα και θα σχεδίαζαν το μέλλον για αυτούς και για τα παιδιά τους.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά όσο φαίνονταν. Εκτός από την πείνα και τη φτώχεια που είχαν να αντιμετωπίσουν αλλά και την κακή ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αφού είχαν αφήσει πίσω τους δικούς τους ανθρώπους και την περιουσία τους, έπρεπε να τους πάρουν συνεντεύξεις για να μάθουν οι αρχές τι περιουσία είχαν αφήσει πίσω τους και να τους δώσουν εδώ κάτι ανάλογο. Ο πατέρας μου ποτέ δεν πήρε την περιουσία που πραγματικά του αναλογούσε. Ωστόσο πήρε αρκετά χωράφια τα οποία όμως ήταν χέρσα και ακαλλιέργητα γιατί όπως λέγαν οι ντόπιοι οι Τούρκοι ήταν τεμπέληδες και δεν αγαπούσαν τη γη.

Ο πατέρας μου όμως έκανε κάτι τρομερό. Με κάποιο τρόπο έφερε στη Γαρίπα κλήματα τα οποία έκαναν ένα σταφύλι που δεν είχε κουκούτσι. Το σταφύλι αυτό δεν το γνώριζαν στην Κρήτη. Ο πατέρας μου ήταν πρώτος αμπελουργός στα Αλάτσατα και είχε πολλά αμπέλια και για αυτό το λόγο αποφάσισε να πάρει αυτή την άγονη γη και να την κάνει αμπέλια με το σταφύλι “σουλτάνι”. Οι πρόσφυγες λοιπόν ήταν αυτοί που έφεραν το σουλτανί σταφύλι στην Κρήτη και όλοι οι ντόπιοι θαύμαζαν αυτό το σταφύλι.

Από το σουλτανί σταφύλι στη Μικρά Ασία έβγαζαν τη σταφίδα. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ονόμαζαν τη σταφίδα λίρα γιατί από αυτήν ζούσαν πολλοί άνθρωποι ιδιαίτερα στις επαρχίες και στα χωριά. Η μάνα μου μου έλεγε πως όταν έφυγαν ξαφνικά εκείνον τον Αύγουστο από τα μέρη τους, άφησαν σωρούς τη σταφίδα πάνω στα δίχτυα που την είχαν απλωμένη για να στεγνώσει. Ο κόπος μιας ολόκληρης χρονιάς χάθηκε μαζί με τα όνειρα που έχτιζαν οι Μικρασιάτες στα μέρη τους.

Ο πατέρας μου όμως ήταν εργατικός και προκομμένος άνθρωπος και έφερε τη σταφίδα και στο Ηράκλειο όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες και έγινε πάλι για αυτούς η λίρα που είχαν και στη Μικρά Ασία. Στο χωριό οι ντόπιοι μας αγκάλιασαν και μας αγάπησαν, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τους Κρητικούς. Μάλιστα αυτοί αναγνώριζαν στον πατέρα μου τον κόπο και την αγάπη που είχε για τη σταφίδα.

Τα χρόνια πέρασαν και η μάνα μου με τον πατέρα μου μπόρεσαν και εγκλιματίστηκαν στο χωριό και έγιναν ένα με τους Κρητικούς αφού πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να γυρίσουν ποτέ πίσω.

Η ιδέα της επιστροφής στα πατρογονικά τους εδάφη τόσο για την οικογένειά μου όσο και για τους υπόλοιπους πρόσφυγες ήταν ένα μακρινό και άπιαστο πλέον όνειρο που έμεινε μόνο στο μυαλό τους και στην ψυχή τους.”

Απάντηση