Δημήτρης Μανωλιτζάς του Αθανασίου (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτης)

Η περίθαλψη των προσφύγων κατά τον πρώτο διωγμό (1914-1918) από την πλευρά της Ελλάδος πήρε πολλές μορφές. Αρχικά η περίθαλψη ήταν έργο ως επί το πλείστο εθελοντών, ωστόσο καταρτίστηκαν επιτροπές από το υπουργείο εσωτερικών με έργο τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και την παροχή στοιχειώδους οικονομικής βοήθειας. Τα έσοδα προέρχονταν από εράνους, δωρεές και μικρή κρατική επιχορήγηση. Στόχος ήταν η άμεση περίθαλψη των προσφύγων και στη συνέχεια η εγκατάσταση τους στα εγκαταλελειμμένα τούρκικα και βουλγάρικα χωριά της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν συσσίτιο, προσωρινή στέγη και ιατρική περίθαλψη μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.

Δημήτρης Μανωλιτζάς του Αθανασίου

“Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου άκουγα ιστορίες για τις χαμένες πατρίδες των γονιών μου και των παππούδων μου, σε ένα σπίτι όπου εκεί που οι γονείς μου δάκρυζαν θυμούμενοι αυτά που άφησαν πίσω τους εκεί πάλι χόρευαν τα τραγούδια της Μικράς Ασίας. Θυμάμαι τη μάνα μου και τον πατέρα μου να χορεύουν καρσιλαμά και μπάλο και όλους τους χωριανούς να στήνουν γλέντια μικρασιάτικα. Έπιαναν τα τουμπερλέκια και τα ταψιά, τραγουδούσαν όλοι, χόρευαν και σε λίγα λεπτά έστηναν γλέντι. Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1941 στον Άγιο Δημήτριο δίπλα στην Πηγή. Στο χωριό αυτό η πλειοψηφία των κατοίκων ήτανε από τη Μικρά Ασία, έτσι και για μας και για τους γονείς μας και για τους παππούδες μας ήταν πιο εύκολο να συνεννοούμαστε και να συνυπάρχουμε, αφού όλοι μαζί είχαμε την ίδια νοοτροπία και τον ίδιο τρόπο ζωής. Η μητέρα μου Γιαννούλα Κοτζαμπουγιούκη γεννήθηκε στον Τσεσμέ της Ερυθραίας και στον μεγάλο διωγμό ήταν μόλις 10 ετών. Ο πατέρας μου πάλι, Θανάσης Μανωλιτζάς γεννήθηκε στις Φώκιες και ήταν 16 χρονών όταν άφησε με την οικογένεια του τον τόπο που γεννήθηκε. Οι οικογένειες των παππούδων μου ήταν τυχερές γιατί προνόησαν και πρόλαβαν να φύγουν λίγο πριν οι Τσέτες μπουν στα χωριά τους και τα κάψουν. Έτσι ήρθαν όλοι μαζί στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο έχοντας τη σωματική τους υγεία αλλά όχι και την ψυχική τους.
Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει ότι ήταν μέρες του Αυγούστου όταν ξαφνικά ο πατέρας της Γιωργάκης (Γκογκάκης) Κοτζαμπουγιούκης και η μάνα της Γεωργία συγκέντρωσαν τα παιδιά, πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν και έφυγαν σαν κυνηγημένοι από το Τσεσμέ. Η γιαγιά μου πρόλαβε και έραψε μέσα στα φουστάνια της κάμποσες λίρες, πήρε μαζί της και μία εικόνα της Παναγίας και σε μία πετσέτα ψωμί, τυρί και ελιές και φύγανε άρον-άρον από το σπίτι τους. Θυμούμαι να μου λένε ότι μέσα στους τοίχους του σπιτιού τους έκρυψαν λίρες και κοσμήματα αφού ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα γυρίσουν πίσω. Ανέβηκαν το λόφο που χώριζε το χωριό από τη θάλασσα και μόλις φτάσανε στην κορυφή γύρισαν πίσω και είδαν το χωριό τους να καίγεται. Γλίτωσαν δηλαδή για πολύ λίγη ώρα. Δεν είχαν όμως χρόνο για συναισθηματισμούς και παρόλο που η ψυχή τους είχε γίνει μαύρη, συνέχισαν το δρόμο τους, έφτασαν στην παραλία και από εκεί περάσαν απέναντι στη Χίο. Κάτι παρόμοιο έγινε και με την οικογένεια του πατέρα μου αφού ο πάππος μου Αντώνης Μανωλιτζάς και η γιαγιά μου Ευανθία Μανωλιτζά μάζεψαν και αυτοί γρήγορα τα παιδιά τους και έφυγαν από τις Φώκιες μαζί με πολλούς άλλους Φωκιανούς και έτσι γλίτωσαν από  το σπαθί του Τούρκου.
Ο παππούς μου ο Γκογκάκης είχε μεγάλη περιουσία στην Ερυθραία, ελιές αμπέλια και πολλά χωράφια όπου έσπερνε σιτάρια και καπνά. Η γυναίκα του η Γεωργία ήταν η τρίτη σύζυγος του αφού είχε ξαναπαντρευτεί δύο φορές και οι προηγούμενες γυναίκες πέθαιναν λίγο μετά τη γέννα. Έτσι όταν έμεινε μόνος του με δύο του παιδιά αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί αφού δεν υπήρχε τρόπος να μεγαλώσει μόνος του τα παιδιά του. Για να γλιτώσει όμως την τρίτη του γυναίκα από τον θάνατο, σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου του πήγε και την αγόρασε από την Παναγία, κόλλησε δηλαδή ένα νόμισμα στην εικόνα της Παναγίας για να μην του πεθάνει και αυτή. Η Γεωργία λοιπόν μεγάλωσε τα δύο παιδιά σαν δικά της και του γέννησε άλλα δύο παιδιά και πέθανε σε βαθιά γεράματα αφού πέρασε τα εκατό της χρόνια. Όταν ήρθαν στο Ρέθυμνο αρχικά τους πήγαν στον Μαρούλα και μετά τους έδωσαν τα μαρουλιανά μετόχια, χέρσα δηλαδή γη, την οποία αξιοποίησαν και μαζί με άλλους από τον Τσεσμέ δημιούργησαν μία καινούργια συνοικία στο Ρέθυμνο που ονομάστηκε Τσεσμές, όπου εκεί έζησαν μέχρι και το τέλος της ζωής τους.
Η μάνα μου συχνά τραγουδούσε και σε μας και στα εγγόνια της τραγούδια από τη μικρά Ασία “Αρχοντογιός παντρεύεται”, “την Θεωνιτσα”, “τη Λυγερή” και άλλα πολλά. Επίσης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσαρακοστής την θυμάμαι την Τετάρτη και την Παρασκευή που δεν έτρωγε λάδι αλλά και τη Μεγάλη Εβδομάδα να τραγουδάει το μοιρολόι της Παναγιάς που το ήξερε από τη ‘μάνα’ της και από τη γιαγιά της.

Με την σύζυγο του Κλεάνθη

Ο παππούς μου, ο Αντώνης ήρθε με την οικογένεια του στον Άγιο Δημήτριο όπου ήρθαν και άλλοι Φωκιανοι. Ο ίδιος ήταν πετροκοπος και όταν του έδωσαν μια περιουσία που δεν είχε πολλές πέτρες την αντάλλαξε με μια άλλη όπου ήταν πετρώδης και από αυτές τις πέτρες μεγάλωσε τα παιδιά του και στη συνέχεια μοίρασε όλη την περιουσία στα 6 του παιδιά.
Η ζωή τους στις Φώκιες και στον Τσεσμέ ήτανε όμορφη και γαλήνια. Ζούσαν όμορφα με τους απλούς Τούρκους που ήταν χρόνια γείτονες τους, μοιράζονταν μαζί τις πίκρες και τις χαρές και σπάνια είχαν προβλήματα με τους συγχωριανούς τους. Υπήρχε βέβαια πάντα ο φόβος του Τούρκου, πιο πολύ της κυβέρνησης και του σουλτάνου αλλά επίσης είχαν πάντα μέσα τους την κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι Έλληνες θα έρθουν και θα τους απελευθερώσουν.
Ο διωγμός για αυτούς ήταν βίαιος, είδαν ανθρώπους να βουτάνε στη θάλασσα για να γλιτώσουν, είδαν ανθρώπους να είναι σκοτωμένοι από το σπαθί του Τούρκου, είδαν κοπέλες να έχουν βιαστεί, είδαν εικόνες που ποτέ τους δεν μπορούσαν να ξεχάσουν και να βγάλουν από τα μάτια τους. Φεύγοντας με τις βάρκες από τα παράλια έβλεπαν τα περισσότερα μέρη να είναι πυρπολημένα και να καίγονται και μαζί με τα σπίτια και τα χωριά τους καίγονταν και η ψυχή τους.
Όταν ήρθαν στο Ρέθυμνο πολλοί από τους ντόπιους τους έβλεπαν με μισό μάτι. Τους θεωρούσαν ξενομερίτες από την Τουρκία που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν με το έτσι θέλω στο δικό τους μέρος. Ωστόσο υπήρχαν και οι ντόπιοι που τους αγκάλιασαν και τους καλοδέχτηκαν. Πάντα όμως τους έλεγαν πρόσφυγες ενώ χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες στην τοπική κοινωνία και όλοι να γίνουν ένα.
Το μυαλό και η ψυχή τους δεν έφυγε ποτέ από τις χαμένες πατρίδες. Μόλις συνειδητοποίησαν ότι δεν πρόκειται να γυρίσουν ποτέ πίσω δούλεψαν σκληρά, έφτιαξαν περιουσίες δημιούργησαν οικογένειες και ονόμασαν το Ρέθυμνο δική τους πατρίδα. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο να ξεχάσουν τους τόπους που άφησαν πίσω τους.
Ήμουν παιδί ακόμη όταν η θεία μου, η Λασκαρίνα, σε μεγάλη και προχωρημένη ηλικία έχοντας αρχίσει να ξεχνά κάποιες φορές, τις νύχτες σηκωνόταν ξαφνικά μέσα στον ύπνο της μάζευε τα ρούχα της μέσα σε ένα μπόγο, ανέβαινε πάνω στο σπίτι και μας φώναζε: “ο Τούρκος μας κυνηγά, ο Τούρκος θα μας σφάξει”. Ο πατέρας μου για να την καθησυχάσει της έλεγε “μην φοβάσαι και εγώ θα κατεβάσω την καραμπίνα και θα σκοτώσω τους Τούρκους”. Είχε τραυματιστεί τόσο η ψυχή της που έφυγε από τη ζωή έχοντας πάντα το φόβο του Τούρκου.

Απάντηση