Ευαγγελία Μυριοκεφαλιτάκη το γένος Μαγνήσαλη (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα)

Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάνης. Έξι μήνες πριν στις 30 Ιανουαρίου 1923 είχε υπογραφεί η σύμβαση της Λωζάνης, η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των ορθοδόξων Ελλήνων, κατοίκων της Τουρκίας και των μουσουλμάνων της Ελλάδος. Αυτή θα ίσχυε τόσο για αυτούς που παρέμειναν στις εστίες τους, όσο και για αυτούς που είχαν καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Μάλιστα η ανταλλαγή ίσχυε  αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τότε που ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Από την ανταλλαγή αυτή εξαιρέθηκαν οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Ευαγγελία Μυριοκεφαλιτάκη το γένος Μαγνήσαλη

Το οδοιπορικό για τον μεγάλο διωγμό συνεχίζεται. Στάση μας αυτή τη φορά το χωριό Άγιος Δημήτριος, ένα χωριό το οποίο στην πλειοψηφία του κατοικήθηκε από ανταλλάξιμους το 1922. Συναντήσαμε μια γνήσια Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς η οποία τα τελευταία 65 χρόνια κατοικεί σε αυτό το χωριό. Και οι δύο γονείς της ήρθαν από την Μικρά Ασία μετά τον βίαιο και αδόκητο διωγμό που υπέστησαν το 1922. Η αφήγηση της ολοζώντανη, σαν να έζησε η ίδια το μεγάλο διωγμό, μιας και οι αναφορές σε αυτόν ήταν πολλές και από τους γονείς της αλλά και από τους συγχωριανούς της! Ευαγγελία Μυριοκεφαλιτακη το γένος Μαγνήσαλη, ετών 90.

“Οι γονείς μου γεννήθηκαν και οι δύο στις Φώκιες και εκεί έμεναν και μετά τον γάμο τους. Την μητέρα μου την έλεγαν Μαριάνθη (Μαρουσώ) Αραπλή και τον πατέρα μου Θανάση Μαγνήσαλη. Όσο θυμόντουσαν την ζωή τους εκεί, ζούσαν αρμονικά και ειρηνικά με τους Τούρκους συγχωριανούς τους. Θυμάμαι να λέει ο πατέρας μου ότι είχε ένα φίλο Τούρκο, καρδιακό. Με αυτόν έκαναν παρέα, έτρωγαν, έπιναν και ήταν αγαπημένοι. Ο Τούρκος αυτός πολλές φορές στο σπίτι του πατέρα μου έτρωγε κρέας χοιρινό και εμπιστευόταν τον πατέρα μου ότι δεν θα τον μαρτυρήσει πουθενά! Αυτός ο Τούρκος μάλιστα ήταν που τον ειδοποίησε ότι θα γίνει μεγάλο μακελειό και τον συμβούλευσε να φύγει γρήγορα από τις Φώκιες ώστε να μην τους βρει κάποιο κακό.

Οι γονείς και οι παππούδες μου είχαν φύγει και στον πρώτο διωγμό και είχαν μείνει στην Μυτιλήνη για κάποια χρόνια, όταν όμως ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ένιωσαν ασφάλεια και ξαναγύρισαν πίσω στις Φώκιες.

Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τα αγροτικά. Είχε αμπέλια, καπνά αλλά και κηπευτικά. Είχε και ένα αλώνι όπου από αυτό έβγαζε πολύ καρπό και έχτισε ένα μεγάλο σπίτι. Αυτό το σπίτι το βρήκε ο γιος μου, όταν επισκέφθηκε τις Φώκιες, αλλά ήταν ετοιμόρροπο και εγκαταλελειμμένο. Λίγα χρόνια πριν τον διωγμό είχε φυτέψει λίγες ελιές και το πρώτο λάδι που έβγαλε δεν πρόλαβε να το φάει, έμεινε εκεί, μέσα στις αποθήκες.

Η ζωή τους όπως είπα ήταν γαλήνια και ήσυχη μέχρι που τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για τους Έλληνες. Όταν οι Τούρκοι αρχίζαν να σχεδιάζουν την εξόντωση των Ελλήνων, ο Τούρκος φίλος του πατέρα μου πήγε και τον βρήκε κρυφά και του είπε “Θανάση μάζεψε γρήγορα τα παιδιά σου και τους δικούς σου και φύγετε το γρηγορότερο γιατί θα σας βρει μεγάλο κακό”. Η μάνα μου έζωσε στα φουστάνια της όσα χρυσαφικά μπόρεσε και χρυσές λίρες και έφυγαν με τα παιδιά τους για να γλυτώσουν από το σπαθί του Τούρκου. Πήγανε σε ένα ύψωμα απέναντι από το χωριό και από εκεί έβλεπαν από κάτω την πλατεία του χωριού όπου στη μέση είχε και ένα πηγάδι. Έβλεπαν λοιπόν από εκεί τους Τούρκους να μαζεύουν τους χωριανούς που δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Οι Τούρκοι τραβούσαν νερό από το πηγάδι, πότιζαν τους χωριανούς και μετά τους σκότωναν είτε με τουφέκι είτε τους έσφαζαν. Πάνω στο ύψωμα έμειναν δύο μέρες. Την τρίτη νύχτα έφτασε από τη Μυτιλήνη ένα καράβι, “Γκαζολίνα” το λέγανε και τους πήρε και τους πέρασε όλους απέναντι στη Μυτιλήνη.

Στη Μυτιλήνη έμειναν τρία χρόνια, μετά τους πήγαν κατευθείαν στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Λούτρα του Ρεθύμνου. Εκεί τους έδωσαν τις περιουσίες των Τούρκων που είχαν φύγει και ένα σπίτι το οποίο το μοιράστηκαν με την οικογένεια ενός άλλου πρόσφυγα. Πάνω ήταν το σπίτι και κάτω ήταν οι αποθήκες, το πατητήρι, είχε και ένα χώρο για τα ξύλα και απ’ έξω είχε ένα σόχωρο όπου ο πατέρας μου φύτεψε δέντρα και έκανε και ένα στάβλο για τα ζώα. Σε μία αυλή ζούσαμε πολλές οικογένειες και προσφυγές και Κρητικοί.

Όταν ήρθαν εδώ πήραν τις περιουσίες των Τούρκων ανταλλάξιμων. Αυτό δεν πολυάρεσε στους ντόπιους, οι οποίοι νόμιζαν ότι αφού έφυγαν οι Τούρκοι, θα έπαιρναν αυτοί τις συγκεκριμένες περιουσίες. Ίσως αυτός ήταν και ένας λόγος που πολλοί Κρητικοί δεν ήθελαν να μας παραδεχτούν και μας έβλεπαν με εχθρικό μάτι. Οι περισσότεροι όμως χωριανοί μας αγκάλιασαν, μας εκτίμησαν και μας αγάπησαν.

Οι πρόσφυγες ήταν νοικοκύρηδες, άρχοντες. Πήραν χέρσα γη και την έκαναν καλλιεργήσιμη. Ο πατέρας μου φύτεψε καπνά, αμπέλια όπου έβγαζε κρασί και σταφίδα. Σε λίγα χρόνια είχε και εργάτες. Η μάνα μου ήταν καλονυκοκυρά. Έφτιαχνε χαλβάδες, σαρίκια, φοινίκια, κουραμπιέδες και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά.
Όσο για τα γλέντια τους άφηναν ιστορία. Έσμιγαν με τους άλλους Μικρασιάτες αλλά και με τους ντόπιους και κάνανε βεγγέρες κάτω από το φεγγάρι, χορούς, γλέντια μια στο σπίτι του ενός μια του άλλου.

Μα πάντα η μάνα μου και ο πατέρας μου αναπολούσαν τις χαμένες πατρίδες. Πάντα αναστέναζαν  όταν θυμόντουσαν το σπίτι τους, τη γειτονιά τους, την περιουσία τους! Και μας έμαθαν και μας να αγαπάμε την Μικρά Ασία και να την κουβαλάμε μέσα στην ψυχή μας, και εμείς με τη σειρά μας μεταδώσαμε την αγάπη αυτή στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας για να μην χαθεί ποτέ  η θύμηση για την γενέθλια γη μας!”

Απάντηση