Μανώλης Συριανόγλου (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτης)

      

Η παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία υπήρξε μακραίωνη. Ξεκινούσε από την αρχαιότητα, περνούσε τους βυζαντινούς χρόνους και έφτανε μέχρι τα νεοελληνικά χρόνια. Ο ελληνικός πληθυσμός συνεχώς αυξανόταν ενώ σημαντική ήταν και η οικονομική του άνοδος. Σε αυτά προστίθενται οι κοινότητες, οι σύλλογοι, τα σχολεία και τα ευαγή ιδρύματα που ιδρύονταν από Έλληνες που είχαν μεγάλη ακτινοβολία. Ωστόσο η εθνική αφύπνιση των Τούρκων είχε σαν αποτέλεσμα να ξεκινήσει ο πρώτος διωγμός που πραγματοποιήθηκε κατά τους πρώτους μήνες του έτους 1914. Στο στόχαστρο βρέθηκαν πλούσιοι Έλληνες που είχαν συγκεντρώσει στα χέρια το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας της Μικράς Ασίας.

Μανώλης Συριανόγλου

“Και οι δύο παππούδες μου ήρθαν από τη Μικρά Ασία, τον ένα τον έλεγαν Συριανόγλου και τον άλλο Βαμβακά. Ο ένας ήρθε από τις Φώκιες και ο άλλος από το Αϊβαλί. Ο παππούς μου ο Συριανόγλου γεννήθηκε το 1888 και έκανε επτά παιδιά. Τον πρώτο από τα αγόρια τον πήραν στο στρατό το 1922 οι Τούρκοι, ο δεύτερος όμως δεν δέχτηκε και το έσκασε από τη Μικρά Ασία αλλάζοντας το όνομά του σε Μυλωνάς.

       Όταν ξεκίνησε ο διωγμός, ο παππούς μου μαζί με τον πατέρα μου και τα υπόλοιπα παιδιά του μπήκαν στο καΐκι που είχε και πέρασαν απέναντι στη Μυτιλήνη. Έτσι γλίτωσαν το μεγάλο διωγμό. Με αυτό το καΐκι μετέφερε κι άλλους Μικρασιάτες. Οι Τούρκοι από θάλασσα δεν ξέρανε, μόλις απομακρύνθηκε το καΐκι από την ακτή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και  τους πυροβολούσαν. Ο αδερφός του παππού μου είχε ένα μάγιερ μαζί του στο καΐκι το οποίο το έφερε και εδώ όταν ήρθε. Με αυτό λοιπόν το μάγιερ ανταπόδιδαν τους πυροβολισμούς μέχρι που έφτασαν στη Μυτιλήνη.

       Αφού έφτασαν στο νησί δεν είχαν τι να φάνε και τι να πιουνε, μάλιστα η γιαγιά μου έλεγε ‘αλίμονο στη νοικοκυρά που άφηνε έξω το βράδυ τη μπουγάδα της τα ρούχα τα εξαφάνιζαν τη νύχτα, τα κλέβανε’.

       Μετά από λίγο φύγανε από τη Μυτιλήνη και ήρθαν στο Ρέθυμνο και από εκεί τους πήγαν στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έμειναν σε ένα κατάλυμα 4 x 4 και άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά. Άλλος σαν αγρότης άλλος στη θάλασσα. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της σταφίδας.

       Οι δε Κρητικοί δεν τους υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά, ούτε καν δεν πρόφεραν σωστά τη λέξη πρόσφυγας, τους έλεγαν πρόσφυγκες.

Πέρασαν χρόνια να αποδεχτούν οι Κρητικοί τους πρόσφυγες αφού ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν τη λέξη πρόσφυγας.

Με την συζυγό του Ευαγγελία

      Όσον αφορά τις περιουσίες που πήραν εδώ, ήταν οι ανταλλάξιμες αλλά δεν ήταν οι ίδιες με αυτές που άφησαν στη μικρά Ασία. Μάλιστα ο παππούς μου πήρε περιουσία, κλήρο για δύο παιδιά ενώ είχε επτά παιδιά. Και τους δώσανε άχρηστες περιουσίες, στα Μισίρια το βάλτο και στον Τσεσμέ την άγονη γη, την οποία βέβαια αξιοποίησαν.

       Όσον αφορά τα γλέντια αυτοί ήταν οι πιο γλεντζέδες από τον καθένα αλλά και καβγατζήδες και μαχαιροβγάλτες.

       Όσον αφορά την μικρασιατική κουζίνα δεν υπήρχε σαν κι αυτήν, αφού ακόμη και σήμερα πολλά φαγητά λέμε ότι είναι από τη μικρά Ασία. Πολλά παράξενα ακούγανε και δεν τα καταλαβαίνανε.Μία φορά μία χωριανή φώναξε τον πατέρα μου κι άλλους πιτσιρικάδες να πάνε να φάνε ψάρια. Αυτοί έτρωγαν με τα φτυάρια τα ψάρια στη μικρά Ασία. Πήγαν λοιπόν και τι να δουν μπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια τα έλεγαν αυτοί ψαροκόλλυβα.

        Ο άλλος παππούς μου, ο Βαμβακάς είχε μεγάλη περιουσία στη Μικρά Ασία, είχε μάλιστα και Τούρκους εργάτες. Όταν ήθελε να ελέγξει την περιουσία του ανέβαινε στο άλογο και την γύριζε. Ήτανε καλομαθημένος για αυτό όταν ήρθε εδώ δεν άντεξε τη φτώχεια και τις κακουχίες και πέθανε νωρίς.

       Οι μικρασιάτες τους Κρητικούς τους θεωρούσαν κατώτερους, αγράμματους, αξημέρωτους. Το ίδιο όμως και οι Κρητικοί τους πρόσφυγες. Μάλιστα όταν ήθελαν να βρίσουν μια προσφυγοπούλα την έλεγαν παστρικιά. Για αυτό και τα πρώτα χρόνια δεν γίνονταν μικτοί γάμοι αλλά οι Κρητικοί πέρναν Κρητικοπούλες και οι πρόσφυγες προσφυγοπούλες.”

Απάντηση