Αναστασία Σιμιτζή (δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα)

1922. Ο Ελληνισμός δέχεται ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην μακραίωνη πορεία του.

Δέχεται μια άδικη επίθεση που δεν είχε ποτέ ξανά βιώσει αφού η επίθεση αυτή έφτασε σε επίπεδο γενοκτονίας.

Η Μικρά Ασία, η οποία για πολλούς αιώνες φιλοξενούσε στους κόλπους της την ελληνική ψυχή, αναγκάζεται με σφοδρή βία να αφήσει τους Έλληνες να την εγκαταλείψουν αναζητώντας την σωτηρία της ζωής τους στην μητέρα Ελλάδα. Περίπου δύο εκατομμύρια Έλληνες της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη και να βρεθούν από τη μια στιγμή στην άλλη ανέστιοι σε μια χώρα η οποία δεν ήταν έτοιμη να τους υποδεχθεί.

27 Αυγούστου 1922: Η Σμύρνη καίγεται και μαζί με αυτήν καίγεται η αίγλη και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της. Χιλιαδες Έλληνες από τα παράλια και από τα βάθη της Μικράς Ασίας είχαν φτάσει στο λιμάνι της Σμύρνης και περίμεναν με αγωνία πότε θα επιβιβασθούν σε ένα πλοίο υπογράφοντας με αυτό τον τρόπο την σωτηρία της ζωής τους, όχι όμως και της ψυχής τους. Ο διωγμός που υπέστησαν αδοκητος, όμως δεν είχαν το χρόνο να το σκεφτούν, αφού εκείνη την στιγμή τους ενδιέφερε μόνο να σωθούν.

Οκτώβριος 2021: Μια Μικρασιάτισσα γιαγιά μας ανοίγει τη πόρτα της και μας διηγείται ιστορίες από εκείνη την εποχή, όπως η ίδια τις άκουσε από τους Μικρασιάτες γονείς της. Μικρασιατισσα δεύτερης γενιάς, έζησε και μεγάλωσε μέσα σε ένα αμιγώς μικρασιατικό περιβάλλον με όλα τα ήθη και τα έθιμα που έφεραν οι γονείς της από την αλησμόνητη πατρίδα.

Αναστασία Σιμιτζή το γένος Καταρτζή, σύζυγος του επίσης Μικρασιάτη Αποστολή Σιμιτζή

Οι γονείς της, Σοφία και Παναγιώτης Καταρτζής αφιχθέντες το 1922 στην Ελλάδα από τις Φώκιες της Μικράς Ασίας.

Γεννήθηκε στον Πλατανιά του Ρεθύμνου το 1933 όπου και έζησε τα παιδικά της χρόνια μαζί με πολλούς άλλους Μικρασιάτες και μετά τον γάμο της με τον Απόστολο Σιμιτζή έζησε στον Άγιο Δημήτριο Ρεθύμνου, διαμέρισμα του άλλοτε δήμου Αρκαδίου, ένα χωριό επίσης μικρασιάτικο στην πλειοψηφία του.

Ένα πρόσωπο αγνό, γεμάτο καλοσύνη με ένα πλατύ χαμόγελο και μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά όπως και η φιλοξενία που προσέφερε.

Η αφήγηση της για την Μικρά Ασία ξεκίνησε άμεσα, σαν να ήθελε να βγάλει για ακόμη μια φορά από μέσα τον πόνο και την θλίψη που είχαν βιώσει οι δικοί της άνθρωποι. Διατηρει ακόμη την μικρασιατική προφορά και μιλάει χρησιμοποιώντας συχνά λέξεις από την πατρίδα των γονιών. Χρησιμοποιεί το α’ πληθυντικό πρόσωπο βάζοντας και τον εαυτό της μέσα σε αυτό που έζησαν οι γονείς της και τόσοι άλλοι Έλληνες, σαν να το έχει ζήσει και η ίδια, θέλοντας ίσως να εκφράσει με αυτό τον τρόπο χιλιάδες Έλληνες που βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με τους γονείς της.

“Εγώ γεννήθηκα εδώ, στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο και πιο συγκεκριμένα στον Πλατανιά, μια περιοχή που έφτασαν και την κατοίκησαν πολλοί από τους δικούς μας.

Στη Μικρασία ήταν όλα όμορφα. Παντα με αγάπη την θυμόντουσαν οι γονείς μου.

Ο προπάππος μου επειδή δούλευε σε ένα εμπορικό στη θέση που γινόταν το ζυγι του άλλαξαν εξ αιτίας αυτού το όνομα. Ζύγιαζε, που λες, στο καντάρι και όλοι έλεγαν να πάνε στον καταρζή και έτσι υιοθετήθηκε το όνομα Καταρτζής. Απο την άλλη το όνομα του αντρός μου, Σιμιτζής, βγήκε και αυτό από την δουλειά που έκανε ένας πρόγονος του, ήταν δηλαδή φούρναρης και έφτιαχνε σημιτια, δηλαδή κουλουράκια και έτσι έλεγαν ολοι να πάνε στον σιμιτζή και έτσι του εμεινε το όνομα Σιμιτζής.

Με την κόρη της Μαρία Σιμιτζή (τρίτης γενιάς Μικρασιάτισσα)

Εμείς παιδί μου με τους Τούρκους ζούσαμε καλά.Αυτοι ήταν άπιστοι μα εμείς κάναμε χωριό μαζί τους. Η μάνα παραμονή και μέρα κάποιου μεγάλου Αγίου δεν έραβε ούτε κεντούσε. Τοτε την ρωτούσαν οι Τουρκάλες γιατί δε ράβεις Σοφία και αυτή απαντούσε ότι αύριο είναι του Αη Γιώργη γι’ αυτό. Τοτε και αυτές έχοντας το φόβο του Θεού δεν κεντούσαν και έφταναν στο σημείο να τηρούν πολλά από τα δικά μας έθιμα.

Ύστερα ήρθαν οι δύσκολες μέρες. Οι Τούρκοι με διάφορους τρόπους προσπαθούσαν να κάνουν δύσκολη τη ζωή των Ελλήνων. Οι δικοι μου πρόλαβαν και έφυγαν πριν τους προλάβουν οι Τούρκοι. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου έφυγαν αφήνοντας τις αποθήκες τους γεμάτες καπνά και σιτάρι και σταφίδες. Όλο το βιός τους έμεινε στα χέρια των Τούρκων και αυτοί έφυγαν από εκεί έχοντας μόνο λίγες λίρες ραμμένες στα σακάκια τους και στα παντελόνια τους. Το μόνο που πήρε η γιαγιά μου από το σπίτι της ήταν μία εικόνα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας. Την έκρυψε κάτω από τα φουστάνια της και ταξίδεψε και αυτή μαζί της. Αυτή ήταν η εικόνα που είχε και η μάνα μου στο εικονοστάσι της και τώρα την έχει η αδερφή μου.

Την αγαπούσα με παιδί μου την Παναγία μας, ήμασταν αθώες ψυχές τότε, φωνάζανε Παναγίτσα μου και αυτή μας βοηθούσε.

Μαζί με τους δικούς μου έφυγαν και όλοι συγγενείς μας. Μία θεία μου έδειξε μεγάλο πόνο παιδί μου. Έτρεχε μαζί με άλλους συγχωριανούς για να σωθούν και κάποια στιγμή χρειάστηκε να κρυφτούν. Μαζί της είχε και τον ξάδερφό μου μωρό παιδί στην αγκαλιά της. “Άφησε το παιδί κυρα μου θα μας προδώσει από το κλάμα του και τότε χαθήκαμε όλοι” της έλεγαν οι άλλοι που ήταν μαζί της.

Αυτή δεν ήθελε μα τελικά αναγκάστηκε να το αφήσει κάτω από ένα θάμνο. Όταν έφτασε στο λιμάνι της Σμύρνης έκλαιγε και σκεφτόταν το παιδί της νιώθοντας ότι είχε κάνει μεγάλη αμαρτία.

Μα ότι γράφει η μοίρα δεν ξεγράφει. Μετά από ώρες από το σημείο που είχε αφήσει το παιδί της πέρασε η αδερφή της τρέχοντας να σωθεί με άλλους πολλούς. Άκουσε το κλάμα του μωρού πήγε κοντά στο θάμνο και τι να δει το παιδί της αδερφής της και το πήρε μαζί της. Οι δύο αδερφές συναντήθηκαν ξανά στο λιμάνι της Σμύρνης. Μόλις η θεία μου είδε το παιδί της τρελάθηκε έκλαιγε και ευχαριστούσε την Παναγία δόξαζε το Θεό και ένιωθε ευλογημένη. Ο ξάδερφός μου ο Στέλιος πέθανε σε βαθιά γεράματα στον Πλατανιά πριν λίγα χρόνια.

Εγώ μεγάλωσα με όλα τα έθιμα που φέραν οι γονείς μου και οι παππούδες μου από την Μικρά Ασία ,τα φαγητά μας, τα τραγούδια μας, τους χορούς μας και τις βεγγερες που κάναμε κάθε τόσο στις αυλές των σπιτιών μας. Θυμαμαι βέβαια πάντα τον πατέρα μου μέχρι και πριν κλείσει τα μάτια του να θυμάται το χωριό του στη Μικρά Ασία και να έχει την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα γυρίσει πίσω στο μέρος που έζησε όμορφα και απλά.

Κάθε τόσο μας έλεγε: “Ωραία είναι και εδώ παιδιά μου, μα σαν τόπο μας, πουθενά”

Απάντηση